- διαπηδᾷν
- διαπηδάωleap acrosspres inf actδιαπηδάωleap acrosspres inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπηδᾶν — διαπηδάω leap across pres part act masc voc sg (doric aeolic) διαπηδάω leap across pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διαπηδάω leap across pres part act masc nom sg (doric aeolic) διαπηδᾶ̱ν , διαπηδάω leap across pres inf act (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.) στον οποίο ανήκει και η Μονή Κοίμησης Θεοτόκου. To T. βρίσκεται στην τοποθεσία της αρχαίας μικρής πόλης της Αιτωλίας… … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek